- κλεψίτυπος
- -η, -οαυτός που προέρχεται από κλεψιτυπία: Το βιβλίο αυτό είναι κλεψίτυπο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κλεψίτυπος — η, ο (για βιβλία, συγγράμματα) αυτός που προέρχεται από κλεψιτυπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι (< κλέπτω) + τυπος (< τύπος), πρβλ. κακ έκ τυπος, χαλκό τυπος. Σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1870] … Dictionary of Greek
κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… … Dictionary of Greek
κλεψιτυπία — η η παράνομη, χωρίς γνώση τού συγγραφέα ή τού εκδότη, ανατύπωση και θέση σε κυκλοφορία ενός πνευματικού έργου, προς όφελος αυτού που ενεργεί την πράξη αυτή, τυποκλοπία, λαθραία ανατύπωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψίτυπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886… … Dictionary of Greek